- Περσοκτόνος
- Περσο-κτόνος, ον,A Persian-slaying,
Θεμιστοκλῆς Plu.2.349c
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Θεμιστοκλῆς Plu.2.349c
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
περσοκτόνος — ον, Α (για τον Θεμιστοκλή) αυτός που σκότωσε, που εξόντωσε τους Πέρσες. [ΕΤΥΜΟΛ. < Πέρσης + κτόνος (< κτείνω), πρβλ. παιδο κτόνος] … Dictionary of Greek
Περσοκτόνου — Περσοκτόνος Persian slaying masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-κτόνος — (AM κτόνος) β συνθετικό λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο ρ. κτείνω και που δηλώνει τον φονέα αυτού που σημαίνει το α συνθετικό (πρβλ. αδελφοκτόνος, πατροκτόνος). Σπανίως απαντά ως προπαροξύτονο με παθ. σημ. (ταυρόκτονος «αυτός που σκοτώθηκε από… … Dictionary of Greek